αγαμογένεση

αγαμογένεση
Παραγωγή νέου όντος όχι από συνένωση δύο κυττάρων (γαμετών ή γενετήσιων κυττάρων) αλλά από ένα, που λέγεται αγαμέτης. Η α. συναντάται σε πολλά πρωτόζωα. Λέγεται και αγαμογονία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγαμογένεση — η (βιολ.), δημιουργία νέου όντος χωρίς γονιμοποίηση, από αγαμέτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιογένεση — Στη βιολογία, θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε ζωντανός οργανισμός προέρχεται από άλλον οργανισμό με τον οποίο έχει μεγάλες ομοιότητες (ομοιογένεση). Η αρχή της β., omne vivum ex vivo, δηλαδή κάθε ζωντανό από ζωντανό διατυπώθηκε από τον Όσκαρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”